ἰδυῖοι

ἰδυῖοι
ἰδυῖοι
Grammatical information: m. pl.
Meaning: ἰδῦοι `μάρτυρες, συνίστορες' (Lex Solon. ap. Ar. Fr. 222, Paus. Gr. Fr. 151, H.), also `οἱ τὰς φονικὰς δίκας κρίνοντες' H.
Origin: IE [Indo-European] [1125] *ueid- `know'
Etymology: For *Ϝιδυῖοι = Lac. etc. βιδυιοι, s. v.; also E. Kretschmer Glotta 18, 91f.
Page in Frisk: 1,711

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ιδυίοι — ἰδυῑοι, αττ. τ. ἰδῡοι, οἱ (Α) (στους νόμους τού Δράκοντος και τού Σόλωνος) οι μάρτυρες. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βιδιαίοι] …   Dictionary of Greek

  • βιδιαίοι — βιδιαῑοι και βίδεοι και βίδυοι (Α) πέντε άρχοντες της Σπάρτης που επόπτευαν τα γυμνάσια των νέων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχικός τ. του όρου είναι Fιδvιος < *Fıδ vσ ıoς < (μηδενισμένη βαθμίδα) Fιδ της ρίζας Fειδ της μτχ. ειδώς του παρακμ. με σημασία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”